- υπέρκαυσις
- -αύσεως, ἡ, Α [ὑπερκαίω]ιατρ. υπερβολική, υπέρμετρη δραστικότητα («ὑπέρκαυσις τοῡ ἰοῡ», Φιλούμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερκαύσεως — ὑπερκαύσεω̆ς , ὑπέρκαυσις extreme virulence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)